βασιβουζούκος

βασιβουζούκος
ο разбойник, головорез; башибузук (уст. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βασιβουζούκος" в других словарях:

  • βασιβουζούκος — ο (λ. τουρκ.) 1. άτακτος στρατιώτης του τουρκικού στρατού, που τρομοκρατούσε τους χριστιανούς με πράξεις αγριότητας: Τράβηξαν πολλά οι Έλληνες της Σμύρνης που έπεφταν σε βασιβουζούκους στα 1922. 2. άνθρωπος αυταρχικός και απείθαρχος: Αυτό το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… …   Dictionary of Greek

  • μπασιμπουζούκος — ο 1. ο βασιβουζούκος, άτακτος στρατιώτης τού τουρκικού στρατού 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος βίαιος, θρασύς, αυθαίρετος, τραμπούκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. basibozuk] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»